- εκκαλώ
- (-έω) (AM ἐκκαλῶ)Ι. προσβάλλω δικαστική απόφαση με το ένδικο μέσο τής έφεσηςαρχ.-μσν.ἐκκαλούμαιπαρακινῶμσν.1. ονομάζω2. καλῶ, προσκαλῶ3. μηνύω, καταγγέλλωαρχ.1. φωνάζω κάποιον να βγει έξω2. μέσ. διεγείρω3. προκαλώ κάποιον να πράξει κάτι4. ζητώ, απαιτώ5. μέσ. επικαλούμαι εναντίον κάποιου6. αναφέρωII. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο εκκαλών (AM ἐκκαλῶν)εκείνος ο οποίος προσβάλλει πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση με το νόμιμο μέσο τής έκκλησης.
Dictionary of Greek. 2013.